ενσκιατροφούμαι

ενσκιατροφούμαι
ἐνσκιατροφοῡμαι, -έομαι (Α) [σκιατροφούμαι]
τρέφομαι με σκιώδεις τροφές, με μάταιες ελπίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”